εὑρίσκον — εὑρίσκω find pres part act masc voc sg εὑρίσκω find pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
обрѣтати — ОБРѢТА|ТИ (174), Ю, ѤТЬ гл. 1.Находить, отыскивать, обнаруживать: се третиѥѥ лѣто || ѿнѥлѣже прихожю ища плода на нѥи. [на смокве] и не обрѣтаю (οὐχ εὑρίσκω) ΚΕ XII, 224–225; да аще не обрѣтають [мусульмане] воды готовы. да приемлуть [так!]… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… … Dictionary of Greek
οικοδόμημα — το (Α οἰκοδόμημα) [οικοδομώ] οικοδομή, κτήριο («τὰ μὲν οἰκοδομήματα τῶν προαστείων ἔρημα εὕρισκον», Ηρωδιαν.) νεοελλ. μτφ. κάθε συγκροτημένο σύνολο (α. «το οικοδόμημα τού κράτους» β. «ολόκληρο το οικοδόμημα τών επιχειρημάτων του κατέρρευσε») … Dictionary of Greek
σάκος — (I) ο σάκκος, ΝΜΑ, και αττ. τ. σάκος Α 1. είδος στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή δέρμα ή από άλλο υλικό σήμερα, ανοιχτή στο επάνω μέρος, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη και μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων, σακί, τσουβάλι (α.… … Dictionary of Greek
στίβος — Ημιορεινός οικισμός (628 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 628 κάτ.). * * * ο, ΝΑ νεοελλ. 1. τμήμα γηπέδου, σταδίου ή ιπποδρομίου κατάλληλο για τη διεξαγωγή αθλητικών … Dictionary of Greek
χόρτασμα — το, ΝΜΑ, και χόρταμα Ν [χορτάζω] νεοελλ. χορτασμός αρχ. 1. η τροφή τού ανθρώπου («καὶ οὐχ εὕρισκον χορτάσματα οἱ πατέρες ἡμῶν», ΚΔ) 2. συν. στον πληθ. τὰ χορτάσματα οι ζωοτροφές («τὰ ἄχυρα καὶ χορτάσματα», ΠΔ) … Dictionary of Greek